|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παιδοκομώ? — — πραματευτής — μετρητης — επινώτιον — λαφροσειώ — εμπυρευμάτιση — δερματουργός — καρρέ — κολυμβήτρια — θεοφώτιστος — ασύμφωνος — σχισμή — πλεξίδα — παρωθώ — διηγηματογραφία — νεότερα — θεσμοθέτηση — ρυπογόνος — δανείστρια — ρεβιθοκεφτές — αναυτολόγητος — οινοπαραγωγός |
|||