|
ο нотариус #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нотариус? — νοδάρος как с (ново)греческого переводится слово νοδάρος? — нотариус — κορφούλα — βαθρακομάτης — ραβάνι — αδικητής — τσιμπητός — αμνειός — κτηνοτρόφος — υφαίνω — Ινδοκινέζος — βρέχω — ακακία — ανατομική — δικαιολογητικά — αυλών — άσκιαχτος — αλλόκοτα — καλοφαγού — παιχνιδοκονσόλα — εποφθαλμιώμαι — αμμόχωστος — σύναρση |
|||