|
русский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово русский? — ρούσικος как с (ново)греческого переводится слово ρούσικος? — русский — σφαληχτός — νεφρίτιδα — χαμηλομάτα — ακατάσχετα — σκελετό — απλώνω — βαρυθυμία — μπάμπαλο — διακανονίζω — βουνάκι — απόλυτο — αυτοκινητάκι — ραβδώνω — μυκτηριστικός — τυφλοπάννι — μεταρρυθμίστρια — δασκαλεμένος — φείδομαι — μαρινάτο — γλυκόφωνος — αποκόλληση |
|||