|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινολογικός? — — αχθόμετρον — λύμα — εκζήτηση — παπάρι — ρυθμός — ξασπρουλιάρης — ευκαιριακός — λιγότερο — βιβλιοθήκη — αντιπαλαίω — κασσιτέρωση — χαμογέλιο — βαρέλι — κοντόμυαλος — πεσών — αλευρικό — κουτσουμπός — ροδοκοκκινίζω — εσεβάσθην — ορκοπάτης — κολληγιάζω |
|||