Новогреческий словарь
οινολογικός
οινολογικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οινολογικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρχικώς
—
ελαιουργικός
—
σκιάζομαι
—
αλωνισμός
—
αθεμέλιωτος
—
ιδίως
—
φυτειά
—
μίνα
—
ναρκισσεύομαι
—
βαφτιστής
—
ερεβινθώδης
—
αμποριάζω
—
αλλοτριωμένος
—
διακλυσμός
—
βαθρακομάτης
—
λεφτοκαρυά
—
προτίθομαι
—
ελληνόπουλο
—
ευρετικός
—
αυτοκινητοβιομηχανία
—
κοκκίασις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве