|
ο легионер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легионер? — λεγεωνάριος как с (ново)греческого переводится слово λεγεωνάριος? — легионер — δίγλωσσος — αμνησία — διυλιστήριο — σάγουλα — Μετεωρίτης — υψηλόφρων — μπουσουλάω — αβάρετος — τσεγγέλι — μονοσάνδαλος — χασμούρημα — μεξικανικός — μυρμηκιώ — προκαταρτίζω — σαμιαμίδι — ασύρραπτος — νυφοθυγατέρα — επίστεγο — σιδηροτεχνία — σύρμα — προπάτορας |
|||