|
черноглазый; === φασόλια ~ικα — маш (сорт тёмной фасоли) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черноглазый? — μαυρομάτης как с (ново)греческого переводится слово μαυρομάτης? — черноглазый — υπερφόρτιση — ανακλώμαι — λαχταράω — καταμοσχεύω — ασαφήνιστος — σοκακιάρης — πορισμός — πεσσιμισμός — ράχη — κουτσογράμματα — αδρασκελώνω — βαρκούλα — μερακλίδικα — ανεμοσκορπίδια — μπαλλόνι — βλήτο — μισοδρομίς — ιδιαιτέρως — λιανοτράγούδο — διασκεδαστικός — αΰφαντος |
|||