|
анат. луночный; ~ή πυόρροια — луночное гноетечение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово луночный? — φατνιακός как с (ново)греческого переводится слово φατνιακός? — луночный — εμβαλλάγιον — λιάζομαι — φωταύγεια — φτεροδέρνομαι — ξεσπόριασμα — μελικηρίδιο — ζέση — φραίζα — δοκιμάστρια — ζάβλακας — αβυσσώδης — ψηλαφίζω — οφειλετικός — προορατικός — καλλιεργημένος — σιβυλλικά — άρον άρον — αποθήκευτρα — ακολασία — ονομαστικό — ποδηλατοδρόμος |
|||