Новогреческий словарь
νότζικα
νότζικα
η
нож
(водолаза, матроса)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нож
? —
νότζικα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νότζικα
? — нож
#
(ново)греческий словарь
—
διαγλυφή
—
αποταχιά
—
κατακερματίζομαι
—
περιηγήτρια
—
αρχιτεκτονία
—
ανηλικότητα
—
αποτροπή
—
ζουρλομανδύας
—
κλειδούχος
—
λιθογραφική
—
εξανθρακώνω
—
σανίδι
—
κολακεύω
—
αλιαετός
—
αιτίαση
—
παραδουλεύτρα
—
χρωματοσκόπιο
—
ταμπλάς
—
ξεκόπτω
—
αλιμενία
—
νοτιοανατολικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве