|
η песок (тж. мед.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово песок? — ψάμμος как с (ново)греческого переводится слово ψάμμος? — песок — ολιγοζωία — χλωρόκλαδο — τυροπιτάς — φασκελώνω — αηδής — συναλληλία — όψιμος — ξέζεμα — διομολόγηση — αποβγάνω — υπαρξιστής — φωτογραμμετρία — συμμιγής — υποτακτική — μιντέρι — φρασεολογικός — διακοπτικός — ανεπιτηρησία — βούλωμα — εναρμόνισις — σάλτο |
|||