|
варваризировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово варваризировать? — εκβαρβαρώνω как с (ново)греческого переводится слово εκβαρβαρώνω? — варваризировать — συνωμότιδα — αγγελοκάμωτος — στράτσόχαρτο — διθυραμβικός — σοσιαλιστικός — προσηλυτισμός — μπελαλίδικος — μοναρχισμός — κοσμοσωτήρας — χιλιοχρονίτικος — αρχιψεύτης — υπερπλήρης — λογικά — εξοστρακισμός — αποκάτου — ανυντριά — παρωδώ — προγραμματισμένος — παλιοπατσαβούρα — ξυπνητούρια — αιμοπότις |
|||