|
ο гаврош #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гаврош? — γαβριάς как с (ново)греческого переводится слово γαβριάς? — гаврош — γούσλη — κουβαλάω — ταγγίζω — θυρόφυλλο — αναβλητικώς — μονογονία — προλιμένας — ανοιχτήρι — τίς — τσακίζομαι — αμεμούρι — διχάζομαι — μεταποιώ — γροσουλαρία — αγάς — σιτηρά — προσκόλληση — σαλατιέρα — ηλεκτροφώτισις — λουτροφόρος — διεβλήθην |
|||