|
(αόρ. παρέπλευσα) плыть мимо, проплывать; ~ τίς ακτές — [phrase]плыть вдоль берега[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плыть мимо? — παραπλέω как на (ново)греческом будет слово проплывать? — παραπλέω как с (ново)греческого переводится слово παραπλέω? — плыть мимо, проплывать — πλήθυνση — πονοκέφαλος — πολυγαμία — κασόνι — γραφολόγος — μούγκρισμα — ακαταλόγιστος — εγκατεσπαρμένος — αιθερολόγος — καρατομώ — διαρριπίζω — φελλωτός — εμβρυώδης — ασιαχτος — αριστεροχειρία — οδοστρωσία — απροξένευτος — πετούγια — ταραγμένος — ανδριαντοποιία — ωδινώμαι |
|||