|
быть связанным (обещанием, клятвой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть связанным? — δεσμεύομαι как с (ново)греческого переводится слово δεσμεύομαι? — быть связанным — τερψιλαρύγγιο — υπόδουλος — αποσχηματίζω — παραπλωτήρας — διασαλεύω — κανονισμός — απανεμιά — αργόστροφος — φλερτάρω — δυσάρμοστος — επιτήδευμα — μυριόπλουτος — αλλόκοτα — αρδευτός — καύκαλο — ανατρέφομαι — πραγματοποίηση — χρυσόστομος — φιδόγλωσσα — εκδύομαι — αγροτικός |
|||