υπέστην

формы словаβ
υπέστην
αόρ. от υφίσταμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово υπέστην? —


εμπροστινόςκουλόψευδήςγαιανθρακοποίησηδιάλειψηλαχείοεξηντάχρονοςεχθροπραξίαμετεξεταστέοςαχυλιάλειχήναπανσπερμίασήπομαιαναλφάβητοςκακογαμημένοςγυροβολιάζωαλλοφροσύνηαπροσεξίααήσκιωτοςαιμωδίασιςδρομερός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit