|
αόρ. от υφίσταμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπέστην? — — εμπροστινός — κουλό — ψευδής — γαιανθρακοποίηση — διάλειψη — λαχείο — εξηντάχρονος — εχθροπραξία — μετεξεταστέος — αχυλιά — λειχήνα — πανσπερμία — σήπομαι — αναλφάβητος — κακογαμημένος — γυροβολιάζω — αλλοφροσύνη — απροσεξία — αήσκιωτος — αιμωδίασις — δρομερός |
|||