Новогреческий словарь
υπέστην
υπέστην
αόρ. от υφίσταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπέστην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανακοινωθέν
—
δέκατο
—
αβλεπτώ
—
προξενώ
—
μύρτο
—
άχρι
—
αγαπιέμαι
—
παλαιστική
—
απεργασία
—
πρωτοφτάνω
—
βαρυσήμαντος
—
θεοφάνεια
—
Πεντάγωνο
—
ουρόλιθος
—
τζόγος
—
χλωροσταφιδίτης
—
τηλεσκοπικός
—
εθιμοτυπία
—
ολάρφανος
—
διφορώ
—
φούντι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве