Новогреческий словарь
επωμιδόδεσμος
επωμιδόδεσμ|ος
ο
узкая вышитая золотом тесьма
(для прикрепления погон морских офицеров)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
узкая вышитая золотом тесьма
? —
επωμιδόδεσμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επωμιδόδεσμος
? — узкая вышитая золотом тесьма
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοκινητάκι
—
αλγοριθμικός
—
εννιάημερα
—
κερδίζω
—
ξανοσταίνω
—
τεσσαρακοστό
—
εθνικοαπελευθερωτικός
—
πριονωτός
—
ζεματιστήρι
—
αδαμαντίνη
—
ταμπλώ
—
μαρτυριάρισσα
—
αίφνης
—
βίδωμα
—
κοντός
—
καραμπόλα
—
εγκεφαλομυελίτιδα
—
γόνατο
—
χηνίσιος
—
μάϊνα
—
προστυχαίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,