|
ο, η наркоман, наркоманка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наркоман? — ναρκομανής как на (ново)греческом будет слово наркоманка? — ναρκομανής как с (ново)греческого переводится слово ναρκομανής? — наркоман, наркоманка — κοκέτα — αναθεωρητισμός — κοπρόχωμα — οικισμός — φραγκοπαναγιά — πλευροπνευμονία — παλαιογραφικός — φυσιοκρατία — αρίφνητος — στολίδωση — ψηλοκρατιουμαι — ανεξουσιοδότητος — αστροφυσικός — τούφα — μεσημεριάτικα — πεδούκλωμα — ίουλος — ιππαστί — συνεταιρισμός — αλογήσια — φειδωλία |
|||