|
1) бесклассовый; 2) мед. атактический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесклассовый? — αταξικός как на (ново)греческом будет слово атактический? — αταξικός как с (ново)греческого переводится слово αταξικός? — бесклассовый, атактический — επιστέγαση — γειτονεύω — ολοκληρία — εξολοθρευτικός — αναληπτέος — φαγάκι — νουμιδή — μοβόρος — μπλογκόσφαιρα — ανάγλυφο — γαλούσα — εφόλκιον — παραμικρό — βροχικά — πλαγιοσπορά — μαχαιροφόρος — θρασεύω — εξυμνητικά — ξεμπαρκάρω — ανασέρνω — δημοσιότητα |
|||