|
калориметрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калориметрический? — θερμιδομετρικός как с (ново)греческого переводится слово θερμιδομετρικός? — калориметрический — ομβριος — επιχορήγηση — ψί — εναποτύπωμα — παρομοιάζω — αντισταθμισμός — μετροκήριον — Ίωνας — ψευτογιατρός — βουλνμιώδης — γονέας — δορυκτησία — αποβρέχω — σωσμός — ανακύκλισμα — πολυσπόρια — ταλαντευτικός — αμυλάζη — βρόμος — φάρδος — μαξούλι |
|||