|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αηδονίζω? — — επιπληκτικός — συνωμότρια — μάρμαρα — αλμύρα — εφοδραργύρωση — σύμπνοια — επιμελητηριακός — νεροπούλα — ιστιοφόρο — διάτρηση — σαπουνόχορτο — τριανταφυλλένιος — βιταμινούχος — ανίατος — σταυροδοτώ — ξηραίνομαι — διπλασιασμένος — μαγγανεία — αστρύμωχτος — αδημοσίευτος — δασκάλεμα |
|||