|
ο физ. фотоэлектричество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фотоэлектричество? — φωτοηλεκτρισμός как с (ново)греческого переводится слово φωτοηλεκτρισμός? — фотоэлектричество — οξαλικός — αστρολογία — διηγηματικό — μπακιρικό — βελάγιο — θυμιάτισμα — σουβάντισμα — αποφράζω — ενθουσιασμός — αγεροκρέμαστος — λεξικολογία — αλευρωμένος — αδιευκόλυντος — εμμτινόρροια — μεσοπέλαγα — φιλέτο — οψιγενής — δειγματοληψία — γουρλού — υδροπερατός — βιολέττα |
|||