Новогреческий словарь
άμε
άμε
(мн.ч. άμετε и αμέτε)
уходи!, пошёл!
;
~ σ' τό καλό! — [phrase]иди своей дорогой[/phrase]
;
~ από δώ! — [phrase]уходи отсюда![/phrase]
;
~ κατά διαβόλου! — [phrase]пошёл к чёрту![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уходи!
? —
άμε
как на
(ново)греческом
будет слово
пошёл!
? —
άμε
как с
(ново)греческого
переводится слово
άμε
? — уходи!, пошёл!
#
(ново)греческий словарь
—
μορφινομανία
—
παράστημα
—
επικαίω
—
ραντισμός
—
συχνότητα
—
περιάνθιο
—
παγετώνας
—
ξημεροβραδιάζομαι
—
αστέριωτος
—
ψυχομάχημα
—
εισέφρησα
—
βηχιάρης
—
καρρολόγος
—
όπτηση
—
καθόλου
—
υποζευγνύω
—
αδιάφευκτος
—
ξελιγώνομαι
—
απαράλλακτα
—
καταποντισμός
—
φωτοσκιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве