|
το чистовик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистовик? — καθαρό как с (ново)греческого переводится слово καθαρό? — чистовик — αυγοπόλεμος — ηλιοβολία — βιολόγος — κατάταξη — ανυπαγόρευτο — κλανιάρης — παριστάω — δυναμικά — ταμπάνι — επιδομή — μετονομασία — απαιδαγώγητο — ακρωνυχία — οιστρογονοθεραπεία — μανικώνω — φούσκωμα — καντήλα — άθικτος — άφλεβος — εθνισμός — ανήλθον |
|||