|
το фисташка; ~ αράπικο — арахис #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фисташка? — φιστίκι как с (ново)греческого переводится слово φιστίκι? — фисташка — φκιασίδι — σπηλαιόβιος — αποσβολώνω — εψάνη — καρπουζοκέφαλος — ραθυμώ — τσιγαρισμένος — βατταλαλώ — καταστάμενος — κουνιάδα — ασφαλώς — υποψία — μαρξιστικο-λενινιστικός — αλόγα — επιστολιμαίος — βρογχισμός — κρυπτογράφηση — σκληρόφυλλος — πολιτοφυλακή — αρμεχτά — βενζινάροτρον |
|||