|
το висячий замок; τούβαλε (τό) ~ στό στόμα — [phrase]он заставил его замолчать[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово висячий замок? — λουκέτο как с (ново)греческого переводится слово λουκέτο? — висячий замок — ψάχαλο — αραμπατζής — γλυκομηλιά — αμούσκευτος — τρυγώ — ζηλώ — μπαλαούρος — ταράσσομαι — ωφελιμίστρια — σάρδη — συντομία — απογυρίζω — δασωτός — φουσκί — προσαρμόζομαι — πετούμενος — προηγουμένη — σησάμη — πλίνθος — λεμβοστάσιο — εγερτήριο |
|||