Новогреческий словарь
λουκέτο
λουκέτο
το
висячий замок
;
τούβαλε (τό) ~ στό στόμα — [phrase]он заставил его замолчать[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
висячий замок
? —
λουκέτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
λουκέτο
? — висячий замок
#
(ново)греческий словарь
—
μεταλλικός
—
αντικαρκινικός
—
ξεδιάντροπος
—
βενετσιάνικα
—
φτειάσιμο
—
πειθαρχικώς
—
δηλοποίηση
—
ψήγμα
—
εμένα
—
ασήκωτος
—
απέρναγος
—
δικόρφος
—
γυάρδα
—
αγγειοβρίθεια
—
ενάργυρος
—
νεπωτισμός
—
ιππεύω
—
αιμοπότης
—
ξεμπέρδεμα
—
αμάνδριστος
—
χορτόσουπα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве