|
подвал, погреб; = κατώγι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατώι? — — οπισθοχωρητικός — κοκκορετσάς — υδατόσφαιρον — μισανθρωπία — σφακελούμαι — βαθμονομώ — τρικαντό — φρεγάδα — αφεντικό — δουλικό — αφώτιστος — εφημεριδοπώλης — αρρενοθήλεια — ρυμουλκώντας — κοπιάζω — αδρομος — καταγοητεύω — αυτοκίνητος — βόμβος — σαμαρωμένος — ξεχωριστός |
|||