|
ο влюбчивый человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивый человек? — ερωτύλος как с (ново)греческого переводится слово ερωτύλος? — влюбчивый человек — αβδελλωκόκκαλο — λειτουργώ — ψαροκεφαλή — ολίγος — λαχνός — προσφορά — πρότυπος — υψοδείχτης — συναυξάνω — ορεκτικό — ματζούνι — αδραχτάκι — αεροτόπι — μπανιαρίζω — απαλλακτικός — προσαρτώ — αγραμματωσύνη — δημοφιλία — μαρινάρω — κλεισιάδα — ουζάδικο |
|||