|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξερνώ? — — θαυματοποιία — κυψελιδικός — τσικνίδα — αιμορραγικός — λευχειμονώ — ψυχοχειρουργική — μεταξόσπορος — πυροηλεκτρισμός — ντουφέκισμος — υδροστατική — διάζομαι — γαϊτανοφρύδα — χωριουδάκι — ξυλεμπορικός — ξηρότητα — ενυπνιάζομαι — εισδύω — φυλακτόν — παρεμβάλλω — λογύδριον — βρωμο- |
|||