Новогреческий словарь
κλωστή
κλωστή
η
нить, нитка
;
περνώ τήν ~ — вдевать нитку в иголку
;
===
κρέμομαι από μιά ~ — висеть на ниточке, на волоске
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нить
? —
κλωστή
как на
(ново)греческом
будет слово
нитка
? —
κλωστή
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλωστή
? — нить, нитка
#
(ново)греческий словарь
—
μαντιλοδεμένος
—
ιστολογία
—
δεσμικός
—
κυτταρολογικός
—
πιέζω
—
Ρωμιός
—
σιγαλοπαπαδιά
—
ινιακός
—
συζευγνύω
—
ασφαλτικός
—
μισοπάλαβος
—
αιμοληψία
—
λαλητός
—
μαραζιάρικος
—
φιλοσκώμμων
—
απόλιγο
—
ρίψασπις
—
ερωτολογία
—
αγαρμπος
—
ανηθικοποιώ
—
ετερόδυνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,