|
открыто; μιλώ ~ — говорить открыто #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово открыто? — ξέσκεπα как с (ново)греческого переводится слово ξέσκεπα? — открыто — ξεντύνομαι — ισόμορφος — φθογγογραφία — απνευστί — κατάστρωμα — επεξεργαστικός — αναστέλλουσα — χιλιόχρονος — νυστάζω — εξοπλίζομαι — χουνέρι — εθνικοποιούμαι — μονοτυπία — βουτυριακή — μαθές — χώρα — κάρινος — αμπελουργός — σάν-φασόν — ξωκλήσι — καταφυγή |
|||