|
(-εως) η стискивание, сдавливание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стискивание? — διάσφιγξη как на (ново)греческом будет слово сдавливание? — διάσφιγξη как с (ново)греческого переводится слово διάσφιγξη? — стискивание, сдавливание — δικλίδα — χρονολόγηση — πύελος — παραφορά — τρομπόνι — λυσσιατρείο — παρατακτικός — προανακρίνω — εκκλίνω — καφεκοπτείο — βαμβακίαση — θένορ — δρομίτικος — βοηθημένος — κενόδοξος — συμμειγνύω — δισημία — εφοδιάζομαι — κερκίδα — δρύφρακτο — αντιρρέω |
|||