|
το змея; === είναι ~ κολοβό — змеёныш; μέ ζώσανε τά ~α — [phrase]я почуял недоброе[/phrase]; ζώστηκα μέ ~α — [phrase]я почувствовал опасность[/phrase]; βάζω τόν τρελλό νά βγάλει τό ~ από την τρύπα — [phrase]чужими руками жар загребать[/phrase]; (μαύρο) ~ πού σ'εφαγε! — [phrase]ну, теперь тебе крышка![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово змея? — φίδι как с (ново)греческого переводится слово φίδι? — змея — χειροκομία — ξαρρωστικό — σκέπω — ομόφρων — μονόφθαλμος — ξυλομετρία — απά — ημιταξιαρχία — ακοκκίνιγος — πρωτοσύγκελλος — υπνώτιση — πάρολι — πόντα — οινοπνευμάτωσις — ζωογενής — μιμούμαι — σιτόσπαρτος — γελοιογραφούμαι — συρματωτήρ — γαστρεντερικός — μπετοκέφαλος |
|||