|
нуждаться; τό ζήτημα ~ει ερεύνης — вопрос нуждается в исследовании; ~ περιθάλψεως — нуждаться в помощи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нуждаться? — χρήζω как с (ново)греческого переводится слово χρήζω? — нуждаться — αιματοκύλισμα — νήξις — εξουθενίζω — εβγάζω — μεσσιανικά — γυμνικός — σταλάσσω — βάδιση — θραυστήρας — χαζομαμά — σπογγίνη — λυσιτελής — χρωματοποιείο — ξεκλείδωμα — ύστερος — Μαρόκο — πρωτοπρεσβύτερος — ανισομερώς — ραφινάρισμα — μεταπολίτευση — φεγγαριάτικος |
|||