|
проволочный; ~ο δίχτυ — проволочная сетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проволочный? — συρμάτινος как с (ново)греческого переводится слово συρμάτινος? — проволочный — εκρωσίζω — καλωδιώνω — κάζο — αναισθητοποιώ — αναπαραδιά — μισακάρικος — αργάτισσα — διακοσμητικός — σοφιστική — εξαΰλωση — διαλαλήτρια — δασκάλισσα — σκάρτεμα — μαλακτήρας — ίνδαλμα — γλυκομματιάζω — εικοσιμιά — αμοιβαδικός — ξεμπρατσώνομαι — εσωτρόπιο — φάντης |
|||