|
ο место(__,__) усеянное цветами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово место, усеянное цветами? — ανθότοπος как с (ново)греческого переводится слово ανθότοπος? — место, усеянное цветами — μούτζωμα — τίκ — ανενθουσίαστος — αργόστροφος — αξιομακάριστος — άθλησις — επιβράδυνση — ύστερο — πολυμόρφως — γιάρι — περιφράζω — φιλοτεχνία — άβρεκτος — εύχρους — αυτεξούσιο — χοντρουλός — απριλιάτικος — αλληλανεμία — ανθόρροια — φουντάρισμα — παροξυσμός |
|||