|
το 1. бирюза; 2. επίθ. бирюзовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бирюза? — τουρκουάζ как на (ново)греческом будет слово бирюзовый? — τουρκουάζ как с (ново)греческого переводится слово τουρκουάζ? — бирюза, бирюзовый — μαρξίστρια — πηγαδόπετρα — ονειρώδης — βραχύκορμος — σωματοποιούμαι — δεντροφυτεύω — χωραφοπόντικο — ανελεήτως — πλουμίδι — σωμάτιο — παραλιμνίως — ονειροπόλος — ανθρωπισμός — ιχνευτής — πρωτεία — νικητής — κοττήσιος — υδρόμυς — ακοομέτρηση — καρμπυρατέρ — αλειμματιάρικος |
|||