|
η мед. боязнь острых предметов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боязнь острых предметов? — βελονοφοβία как с (ново)греческого переводится слово βελονοφοβία? — боязнь острых предметов — νευροκαβαλίκεμα — μυαλγία — δεκαοκταπλάσιος — κατσιβελιά — εποχέτευσις — αντιπυροβόληση — συγκομιδή — ξηροκάρπι — τάρταρα — βιβλιοδετικός — ζενιθικός — προεόρτιος — βαλαλάϊκα — εικοσαετηρίδα — παιχνιδότοπος — βεδούρι — εξόρυξη — τροπολογία — σκοτεινός — κοινωνιολογία — ἀκάϊον |
|||