|
το сандалета; сандалия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сандалета? — σανδάλι как на (ново)греческом будет слово сандалия? — σανδάλι как с (ново)греческого переводится слово σανδάλι? — сандалета, сандалия — τοιχοκόλληση — αμαλάκυντος — άγαν — φλοιοχρωστική — αψόφητος — άρπυιο — αυλάκωση — ειδωλολάτρισσα — διαιρετότητα — δισταγμός — απρόσθετος — φαρμακάδα — γκιοτής — πεπτίνη — γγιάω — Γερουσία — ορμόνη — θαλπωρή — μεγαλόσχημος — ζωτικοκρατία — αναζωγραφίζω |
|||