|
ο нелюдим, бирюк (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нелюдим? — μονόλυκος как на (ново)греческом будет слово бирюк? — μονόλυκος как с (ново)греческого переводится слово μονόλυκος? — нелюдим, бирюк — άτοιχος — βουτυροειδής — φούρναρης — γιαλαντζί-ντολμάς — κινητοποιημένος — υδροπέπων — βλαστοφόρος — σφερδούκλας — επιπλωμένος — αρθρογραφικά — αυτοκαταγγελία — γερμανομανής — δωδεκαωρία — καραντίνα — Θάλεια — αρβύλη — υπόστρωμα — φετινός — φιδόγλωσσα — καθισιά — βωλιάζω |
|||