|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πριονίζομαι? — — ανδρισμός — βλαστάνω — κηφηναρειό — χιονοστεφής — ενορχηστρώνω — τάφος — αυγουστίνος — μονόξυλο — ανασκιρίζω — αμπελοειδή — αποσβεννύω — πεμπτημόριο — διοκαυστικός — εμποροϋπάλληλος — μπαρούφα — ροϊτό — κτηματίας — πάγουρας — σπορά — συχάζω — κατασχετήριο |
|||