|
любящий природу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любящий природу? — φυσιολατρικός как с (ново)греческого переводится слово φυσιολατρικός? — любящий природу — ελκιοκούκκουτσο — κραμπολάχανο — κατεργάρης — μποτσάρισμα — δυναμικότητα — αγιάζι — δίπλαξ — βενεζουελανός — μάκρος — μόσε! — λοή — σοδειάζω — προκοπή — βράδυ — σβέντζος — αμφισημότητα — κλυδώνισμα — μάρτυρας — Κορεάτισσα — γκαγκαβιά — σκοπιά |
|||