Новогреческий словарь
ανάμικτης
ανάμικτης
ο 1)
тигель
;
2)
карбюратор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тигель
? —
ανάμικτης
как на
(ново)греческом
будет слово
карбюратор
? —
ανάμικτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάμικτης
? — тигель, карбюратор
#
(ново)греческий словарь
—
μονοτάξιος
—
σκυλόβρισμα
—
χρυσορράπτης
—
μπρουντζίνα
—
ποικιλόμορφος
—
ραδιογωνιομετρικός
—
μπόλιασμα
—
ταρτορούγα
—
καταμετρητικός
—
θεοποιητικός
—
εκτύφλωση
—
προπαραμονή
—
εργοτίνη
—
στωμυλία
—
γαστρονόμος
—
νικελίνης
—
ακαρίαση
—
κουλουβάχατα
—
βιοτεχνία
—
πιάσιμο
—
απαγχόνιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве