|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσωπικώς? — — ανάργαστος — θρασύδειλος — ελαβον — άνδρας — βυτιοποιός — ταρτουφισμός — δισκοβόλος — αχύρινος — χειροκρότηση — τελικώς — αλάνθαστος — μεριδιούχος — σκιοφωτισμός — κυπραίϊκος — αμυγδαλάτο — εγκαινίαση — μειωμένος — καμακίζω — ανεξάρτητα — ημιτριβής — ουρμπανισμός |
|||