|
уставать (от долгого стояния на месте или от хождения) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уставать? — σταλικοποδιάζω как с (ново)греческого переводится слово σταλικοποδιάζω? — уставать — προφαντός — αγόρευση — προσκαλνώ — πονόψυχος — πλεγματικός — καθημερινότητα — καταιονητήρ — λιομάζωμα — συγκατηγόρημα — αναδαμαλισμός — άργεμος — αβίαστα — κάνναβις — τερατωδώς — κλισιοσκόπιο — έτι — εκσπλάγχνιση — βουνί — σχιζοφρενικός — χαβιάρι — ανακλώθω |
|||