|
имеющий ставни, решётки (деревянные) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий ставни? — γριλλιαστός как на (ново)греческом будет слово решётки? — γριλλιαστός как с (ново)греческого переводится слово γριλλιαστός? — имеющий ставни, решётки — ξερή — χαρακτήρας — ενδοσκοπώ — κωφάλαλος — διάργυρο — φωτογραμμετρία — ατραυμάτιστος — κενοτάφιο — συμμορφώνω — καταναλώτρια — γούρλωμα — τυμβωρυχία — παρείσδυση — συμπεθέρα — σειραϊκός — αμετρολόγος — στείρευμα — ταλκης — μονοκατοικία — κόσκινο — αμφικτυονία |
|||