|
(-εως) η выход в море #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выход в море? — εξόρμιση как с (ново)греческого переводится слово εξόρμιση? — выход в море — ειδικεύω — κέρατο — αναχωματώνω — ελληνοδιδάσκαλος — αμεριμνώ — συνορίζομαι — αγρίλλιαγος — συνάλλαγμα — κρανιομετρία — παραπτωματάκι — ψευδαργύρωση — συνάχωμα — δυϊσμός — τελώ — αμβλύνω — δημόσιος — μοντάζ — ωτορινικός — φωτοστέφανος — ετερόδυνος — βραχάκι |
|||