|
η 1) коза; 2) овца; === στή ~ — тайком, втихомолку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коза? — ζούλα как на (ново)греческом будет слово овца? — ζούλα как с (ново)греческого переводится слово ζούλα? — коза, овца — υπερπήδηση — κατηφόρα — θεατρίζομαι — δαιμόνισμα — καθαριστής — αναιρέσιμος — χρεοπιστώνω — οκταήμερο — νόστος — μπάσσος — αποθαλάσσωση — σπασμωδία — σύσφιξη — ραδιο- — αί — χοντροκοπάνισμα — αδαμαντένιος — λεξιγραφία — αποκρουστήρας — ενέχομαι — μικροχώρι |
|||