Новогреческий словарь
ζούλα
ζούλα
η 1)
коза
;
2)
овца
;
===
στή ~ — тайком, втихомолку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коза
? —
ζούλα
как на
(ново)греческом
будет слово
овца
? —
ζούλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζούλα
? — коза, овца
#
(ново)греческий словарь
—
μακροχέρης
—
καποδιστριακός
—
μπόχα
—
διακολλητικός
—
χείμεθλον
—
εργατικά
—
ρεκλαμάρω
—
στρεπτοκοκκικός
—
ταύρειος
—
φραμένος
—
δεντρόφυτος
—
μαυρομάλλης
—
αγωνοθετώ
—
ρουτινιέρης
—
υδατοσφαιριστής
—
παρακαλώ
—
ενεχυρίαση
—
τιμονιέρης
—
χαλκοσίνης
—
αδιαφύλακτος
—
φαρμακίλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,