|
ο парикмахер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парикмахер? — μπαρμπέρης как с (ново)греческого переводится слово μπαρμπέρης? — парикмахер — γαϊδουράγκαθο — υποφυλακτήρ — βριξιά — πρωτομαγειρεύω — αποφασιστικά — υπάγω — χά — παρασκευάζομαι — αναρρίπιση — καρναβαλικά — ανάπιαστος — ντρίτσα — ηλιοθεραπεία — γκάγκραινα — μαϊμουδιάρα — δουλευταράς — στάρπη — κένωση — παρακλαδεύω — εποχέας — βουκολικός |
|||