|
землистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово землистый? — γεώδης как с (ново)греческого переводится слово γεώδης? — землистый — υπόηχος — εξέλκωση — σχολιάστρια — εισπράττω — πραξικοπηματικός — ευαγγελιστής — καταβολιάζω — ουρανοθέμελα — καντιανισμός — κεράτισμα — υποδηματοκαθαριστήριο — ασεβής — γαλλοπούλα — αβάτευτος — αποκρικώνω — συνελών — θεότητα — υδρολογικός — αρχοντίζω — τσιμπιά — έννομος |
|||