Новогреческий словарь
ρινόφωνος
ρινόφων|ος
1)
гнусавый
;
2) лингв.
носовой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гнусавый
? —
ρινόφωνος
как на
(ново)греческом
будет слово
носовой
? —
ρινόφωνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρινόφωνος
? — гнусавый, носовой
#
(ново)греческий словарь
—
διαφιλονεικώ
—
τορπιλλάκατος
—
μήνις
—
κάνε
—
απεικασιά
—
αρκουδοτόμαρο
—
μουνοχύσιμο
—
θράσεμα
—
Αρναούτης
—
επιγενής
—
διαμείβομαι
—
εξαγριώνω
—
νεροκάρδαμο
—
στρήβω
—
αρχιδούκισσα
—
κελαρυστά
—
Αγαθάγγελος
—
ζευγάς
—
ανδηροειδής
—
μαγνητικός
—
γραπωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,