|
(αόρ. διήλλαξα, παθ. αόρ. διηλλάγην и διηλλάχθην) уст. мирить, примирять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мирить? — διαλλάττω как на (ново)греческом будет слово примирять? — διαλλάττω как с (ново)греческого переводится слово διαλλάττω? — мирить, примирять — οδοντόκρεμα — πιεστός — ευεπιφόρως — ανάχωση — ασύσταγος — χρονικώς — κορόϊδο — αλεκτοροειδής — λιχουδεύομαι — μερεύω — μπαλσάμωμα — καθοριστικά — φόρμα — τυπομανία — μυξομάνδηλον — άλμπα — κοντά — σεσαγμένος — περιορισμένος — ημιαναίσθητος — τσάντζαλα |
|||